σοβαρητικός

σοβαρητικός
σοβᾰρ-ητικός, ή, όν,= σοβαρός, σφοδρός, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοβαρητικός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «σοβαρός, σφοδρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός, κατά τα επίθ. σε ητικός (πρβλ. ποι ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • σοβαρητικήν — σοβαρητικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”